ψαλίς
Смотреть что такое "ψαλίς" в других словарях:
ψαλίς — a pair of scissors fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ βλ. ψαλίδα … Dictionary of Greek
ψαλίδα — ψαλίς a pair of scissors fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδας — ψαλίς a pair of scissors fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδες — ψαλίς a pair of scissors fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδεσσι — ψαλίς a pair of scissors fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδι — ψαλίς a pair of scissors fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδος — ψαλίς a pair of scissors fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίδων — ψαλίς a pair of scissors fem gen pl ψαλιδόω vault imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ψαλιδόω vault imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίσι — ψαλίς a pair of scissors fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαλίσιν — ψαλίς a pair of scissors fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)